1. Λέξη
    σφυρίχτρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σφυρί - σφυρίζω)
  2. Συνώνυμα
    • σφυρίχτρα
    • σιρίνα
    • σάλπιγγα
    3
  3. Αντώνυμα
    • σιωπή
    • ησυχία
    2
  4. Ορισμός
    • Μια μικρή συσκευή που παράγει ήχο όταν φυσάει κάποιος μέσα σε αυτή.
    • Μια συσκευή που χρησιμοποιείται για να δώσει σήμα ή προειδοποίηση με ήχο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο διαιτητής χρησιμοποίησε τη σφυρίχτρα για να σταματήσει το παιχνίδι.
    • Ο προπονητής χτύπησε τη σφυρίχτρα για να δώσει το σήμα έναρξης της προπόνησης.
    2