1. Λέξη
    σχεδιάγραμμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διάγραμμα - χρονοδιάγραμμα - σχεδιάζω - σχεδιάσω)
  2. Συνώνυμα
    • διάγραμμα
    • σχέδιο
    • περίγραμμα
    • μοντέλο
    4
  3. Αντώνυμα
    • αταξία
    • ασυνέπεια
    • ανακολουθία
    3
  4. Ορισμός
    • Μια γραφική αναπαράσταση που δείχνει τη σχέση μεταξύ διαφόρων στοιχείων.
    • Ένα σχέδιο ή μοντέλο που χρησιμοποιείται για την οργάνωση πληροφοριών ή δεδομένων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το σχεδιάγραμμα ροής βοηθά στην κατανόηση των διαδικασιών.
    • Ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές να σχεδιάσουν ένα σχεδιάγραμμα για το έργο τους.
    2