Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σχεδιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
σχεδιάσω
-
αυτοσχεδιάζω
-
σχεδιάστρια
-
σχολιάζω
-
σχεδιάγραμμα
)
Συνώνυμα
οργανώνω
προγραμματίζω
σχεδιάζω
3
Αντώνυμα
ακυρώνω
αποσύρω
εγκαταλείπω
3
Ορισμός
Κατασκευάζω ένα σχέδιο ή ένα πρόγραμμα για κάτι.
Σκέφτομαι και οργανώνω τις ενέργειες που θα κάνω στο μέλλον.
2
Παραδείγματα
Σχεδιάζω να ταξιδέψω το καλοκαίρι.
Η εταιρεία σχεδιάζει να εκτοξεύσει ένα νέο προϊόν την επόμενη εβδομάδα.
2