1. Λέξη
    σχεδιάζω (ρήμα) - (παρόμοια: σχεδιάσω - αυτοσχεδιάζω - σχεδιάστρια - σχολιάζω - σχεδιάγραμμα)
  2. Συνώνυμα
    • οργανώνω
    • προγραμματίζω
    • σχεδιάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακυρώνω
    • αποσύρω
    • εγκαταλείπω
    3
  4. Ορισμός
    • Κατασκευάζω ένα σχέδιο ή ένα πρόγραμμα για κάτι.
    • Σκέφτομαι και οργανώνω τις ενέργειες που θα κάνω στο μέλλον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Σχεδιάζω να ταξιδέψω το καλοκαίρι.
    • Η εταιρεία σχεδιάζει να εκτοξεύσει ένα νέο προϊόν την επόμενη εβδομάδα.
    2