Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σχεδιάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
σχεδιάζω
-
σχεδιάστρια
-
σχεδιάγραμμα
)
Συνώνυμα
σχεδιάζω
σχεδιασμός
σχεδιάζω
3
Αντώνυμα
αποσχεδιάζω
ακυρώνω
2
Ορισμός
Να σχεδιάσω σημαίνει να κατασκευάζω ένα σχέδιο ή ένα πλάνο για κάτι.
Να προγραμματίζω ή να οργανώνω κάτι με προσεκτικό τρόπο.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να σχεδιάσω το νέο μας σπίτι.
Θα σχεδιάσω τις διακοπές μας για το καλοκαίρι.
2