1. Λέξη
    σχεδιάσω (ρήμα) - (παρόμοια: σχεδιάζω - σχεδιάστρια - σχεδιάγραμμα)
  2. Συνώνυμα
    • σχεδιάζω
    • σχεδιασμός
    • σχεδιάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσχεδιάζω
    • ακυρώνω
    2
  4. Ορισμός
    • Να σχεδιάσω σημαίνει να κατασκευάζω ένα σχέδιο ή ένα πλάνο για κάτι.
    • Να προγραμματίζω ή να οργανώνω κάτι με προσεκτικό τρόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να σχεδιάσω το νέο μας σπίτι.
    • Θα σχεδιάσω τις διακοπές μας για το καλοκαίρι.
    2