1. Λέξη
    σχεδιάστρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σχεδιάσω - σχεδιάζω)
  2. Συνώνυμα
    • δημιουργός
    • σχεδιάστρια
    • καλλιτέχνιδα
    • σχεδιαστής
    4
  3. Αντώνυμα
    • καταστροφέας
    • αποδιοργανωτής
    2
  4. Ορισμός
    • Η γυναίκα που ασχολείται με το σχεδιασμό, ιδίως σε καλλιτεχνικά ή τεχνικά πεδία.
    • Επαγγελματίας που δημιουργεί σχέδια για διάφορα προϊόντα, κτίρια ή έργα τέχνης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η σχεδιάστρια δημιούργησε μια νέα συλλογή ρούχων για την άνοιξη.
    • Η σχεδιάστρια του κήπου μετέτρεψε τον χώρο σε ένα πράσινο όαση.
    2