1. Λέξη
    σωματείο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σωματίδιο - σωματικός)
  2. Συνώνυμα
    • ένωση
    • σύλλογος
    • οργάνωση
    • συνεταιρισμός
    4
  3. Αντώνυμα
    • ατομικότητα
    • απομόνωση
    2
  4. Ορισμός
    • Νομικά αναγνωρισμένη οργάνωση ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα ή σκοπούς.
    • Ομάδα ατόμων που συνεργάζονται για την επίτευξη κοινών στόχων.
    • Νομικό πρόσωπο που δημιουργείται από την ένωση ατόμων ή ομάδων.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το σωματείο των εργαζομένων οργάνωσε απεργία.
    • Έγινε μέλος του σωματείου για να συμμετάσχει στις δραστηριότητές του.
    • Το σωματείο φρόντισε για την εκπαίδευση των νέων μελών του.
    3