Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σωματείο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σωματίδιο
-
σωματικός
)
Συνώνυμα
ένωση
σύλλογος
οργάνωση
συνεταιρισμός
4
Αντώνυμα
ατομικότητα
απομόνωση
2
Ορισμός
Νομικά αναγνωρισμένη οργάνωση ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα ή σκοπούς.
Ομάδα ατόμων που συνεργάζονται για την επίτευξη κοινών στόχων.
Νομικό πρόσωπο που δημιουργείται από την ένωση ατόμων ή ομάδων.
3
Παραδείγματα
Το σωματείο των εργαζομένων οργάνωσε απεργία.
Έγινε μέλος του σωματείου για να συμμετάσχει στις δραστηριότητές του.
Το σωματείο φρόντισε για την εκπαίδευση των νέων μελών του.
3