Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σωματικός (επίθετο) - (παρόμοια:
σχηματικός
-
συμπτωματικός
-
αρωματικός
-
στοματικός
-
αξιωματικός
-
στατικός
-
συμπληρωματικός
-
συστηματικός
-
διπλωματικός
-
θεματικός
-
υπαξιωματικός
-
συνταγματικός
-
δικαιωματικός
-
ελαττωματικός
-
κλιματικός
-
δραματικός
-
θεαματικός
-
χρηματικός
-
συμβατικός
-
μαθηματικός
-
πραγματικός
-
στατιστικός
-
τραυματικός
-
πνευματικός
-
συναισθηματικός
-
αναπληρωματικός
-
ηπατικός
-
κρατικός
-
σπιτικός
-
σωματείο
-
σχετικός
-
στρατιωτικός
-
αισθηματικός
-
εγκληματικός
-
πειραματικός
-
χαρισματικός
-
ακροαματικός
)
Συνώνυμα
σωματικώς
σωματοειδής
σωματολογικός
3
Αντώνυμα
πνευματικός
ασώματος
2
Ορισμός
Σχετικός με το σώμα ή τη σωματική δομή.
Που αφορά τη φυσική υπόσταση ή την υλική πλευρά κάποιου πράγματος.
2
Παραδείγματα
Η σωματική άσκηση είναι σημαντική για την υγεία.
Οι σωματικές ανάγκες του ανθρώπου είναι βασικές για την επιβίωσή του.
2