Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σύρομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αποσύρομαι
-
παρασύρομαι
)
Συνώνυμα
τραβιέμαι
σέρνομαι
οδηγούμαι
3
Αντώνυμα
αντιστέκομαι
αντιδρώ
εμποδίζω
3
Ορισμός
1. Κινούμαι χωρίς δική μου βούληση, συνήθως λόγω εξωτερικής δύναμης.
2. (μεταφορικά) Αφήνομαι να επηρεαστώ εύκολα από εξωτερικούς παράγοντες ή καταστάσεις.
2
Παραδείγματα
Το παιδί σύρεται στο πάτωμα ενώ κλαίει.
Σύρομαι από τις επιρροές των φίλων μου και κάνω πράγματα που δεν θέλω.
2