1. Λέξη
    σύρομαι (ρήμα) - (παρόμοια: αποσύρομαι - παρασύρομαι)
  2. Συνώνυμα
    • τραβιέμαι
    • σέρνομαι
    • οδηγούμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αντιστέκομαι
    • αντιδρώ
    • εμποδίζω
    3
  4. Ορισμός
    • 1. Κινούμαι χωρίς δική μου βούληση, συνήθως λόγω εξωτερικής δύναμης.
    • 2. (μεταφορικά) Αφήνομαι να επηρεαστώ εύκολα από εξωτερικούς παράγοντες ή καταστάσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το παιδί σύρεται στο πάτωμα ενώ κλαίει.
    • Σύρομαι από τις επιρροές των φίλων μου και κάνω πράγματα που δεν θέλω.
    2