Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρασύρομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
παραφέρομαι
-
παρασύρω
-
σύρομαι
-
παραδίδομαι
-
παραδέχομαι
-
παραδίνομαι
-
παραπονέομαι
-
παραβιάζομαι
-
παράγομαι
-
παραείμαι
-
αποσύρομαι
)
Συνώνυμα
εμπλέκομαι
εξαρτώμαι
επηρεάζομαι
3
Αντώνυμα
αντιστέκομαι
αποφεύγω
παραμένω αδιάφορος
3
Ορισμός
Επιτρέπω στον εαυτό μου να επηρεαστεί ή να οδηγηθεί από κάποιον ή κάτι, συχνά με αρνητικές συνέπειες.
Αφήνομαι να μεταφερθούν σε μια κατάσταση ή συμπεριφορά χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση.
2
Παραδείγματα
Παρασύρθηκε από τις κακές συντροφιές και άρχισε να κάνει πράξεις που δεν θα έπρεπε.
Δεν πρέπει να παρασυρόμαστε από τα συναισθήματά μας και να χάνουμε τον έλεγχο.
2