Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ταξιδιωτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ιδιωτικός
-
τελειωτικός
-
τακτικός
-
ταπεινωτικός
)
Συνώνυμα
περιηγητικός
ταξιδιώτικος
περιπλανητικός
3
Αντώνυμα
ακίνητος
στάσιμος
τοπικός
3
Ορισμός
Σχετικός με τα ταξίδια ή την περιήγηση.
Που προορίζεται ή είναι κατάλληλος για ταξίδια.
Που χαρακτηρίζεται από συχνά ταξίδια ή κινητικότητα.
3
Παραδείγματα
Αγόρασε ένα ταξιδιωτικό σακίδιο για τις διακοπές του.
Η ταξιδιωτική του ζωή τον έχει κουράσει.
Αυτό το βιβλίο είναι ένας ταξιδιωτικός οδηγός για την Ελλάδα.
3