1. Λέξη
    ταξιδιωτικός (επίθετο) - (παρόμοια: ιδιωτικός - τελειωτικός - τακτικός - ταπεινωτικός)
  2. Συνώνυμα
    • περιηγητικός
    • ταξιδιώτικος
    • περιπλανητικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακίνητος
    • στάσιμος
    • τοπικός
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με τα ταξίδια ή την περιήγηση.
    • Που προορίζεται ή είναι κατάλληλος για ταξίδια.
    • Που χαρακτηρίζεται από συχνά ταξίδια ή κινητικότητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αγόρασε ένα ταξιδιωτικό σακίδιο για τις διακοπές του.
    • Η ταξιδιωτική του ζωή τον έχει κουράσει.
    • Αυτό το βιβλίο είναι ένας ταξιδιωτικός οδηγός για την Ελλάδα.
    3