Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τακτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
τακτικά
-
τακτική
-
τρομακτικός
-
διστακτικός
-
επιτακτικός
-
πρακτικός
-
αρκτικός
-
λεκτικός
-
ταξιδιωτικός
-
εναλλακτικός
-
ταπεινωτικός
-
τιμητικός
-
πρωκτικός
-
ανεκτικός
-
επιφυλακτικός
)
Συνώνυμα
συστηματικός
οργανωμένος
μεθοδικός
3
Αντώνυμα
ατακτικός
ανοργάνωτος
ασυνεπής
3
Ορισμός
Που ακολουθεί μια συγκεκριμένη τάξη ή μέθοδο.
Που χαρακτηρίζεται από καλή οργάνωση και συνέπεια.
Που γίνεται σε κανονικά χρονικά διαστήματα.
3
Παραδείγματα
Ο τακτικός καθαρισμός του δωματίου βοηθάει να παραμένει καθαρό.
Είναι τακτικός στις εργασίες του και ποτέ δεν καθυστερεί.
Ο τακτικός έλεγχος της υγείας είναι σημαντικός για την πρόληψη ασθενειών.
3