1. Λέξη
    τελειωτικός (επίθετο) - (παρόμοια: τελικός - ταξιδιωτικός - ιδιωτικός - τελετουργικός)
  2. Συνώνυμα
    • οριστικός
    • αποφασιστικός
    • καθοριστικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • προσωρινός
    • προκαταρκτικός
    • αόριστος
    3
  4. Ορισμός
    • που φέρνει το τέλος σε κάτι ή οδηγεί σε οριστικό αποτέλεσμα
    • που χαρακτηρίζεται από απόλυτη βεβαιότητα ή οριστικότητα
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η τελειωτική νίκη της ομάδας έδωσε τέλος στο πρωτάθλημα.
    • Η απόφασή του ήταν τελειωτική και δεν άφηγε περιθώρια για αμφισβήτηση.
    2