Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τελειωτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
τελικός
-
ταξιδιωτικός
-
ιδιωτικός
-
τελετουργικός
)
Συνώνυμα
οριστικός
αποφασιστικός
καθοριστικός
3
Αντώνυμα
προσωρινός
προκαταρκτικός
αόριστος
3
Ορισμός
που φέρνει το τέλος σε κάτι ή οδηγεί σε οριστικό αποτέλεσμα
που χαρακτηρίζεται από απόλυτη βεβαιότητα ή οριστικότητα
2
Παραδείγματα
Η τελειωτική νίκη της ομάδας έδωσε τέλος στο πρωτάθλημα.
Η απόφασή του ήταν τελειωτική και δεν άφηγε περιθώρια για αμφισβήτηση.
2