Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τελειώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποτελειώνω
-
τελειώσω
)
Συνώνυμα
ολοκληρώνω
σταματώ
καταλήγω
3
Αντώνυμα
ξεκινώ
αρχίζω
επιμένω
3
Ορισμός
Να φτάνω στο τέλος μιας διαδικασίας ή ενέργειας.
Να ολοκληρώνω μια εργασία ή μια δραστηριότητα.
Να σταματώ να υπάρχω ή να λειτουργώ.
3
Παραδείγματα
Τελείωσα το βιβλίο που διάβαζα.
Η συνάντηση τελείωσε πριν από μία ώρα.
Οι μπαταρίες τελείωσαν και πρέπει να τις αλλάξουμε.
3