1. Λέξη
    τελειώνω (ρήμα) - (παρόμοια: αποτελειώνω - τελειώσω)
  2. Συνώνυμα
    • ολοκληρώνω
    • σταματώ
    • καταλήγω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεκινώ
    • αρχίζω
    • επιμένω
    3
  4. Ορισμός
    • Να φτάνω στο τέλος μιας διαδικασίας ή ενέργειας.
    • Να ολοκληρώνω μια εργασία ή μια δραστηριότητα.
    • Να σταματώ να υπάρχω ή να λειτουργώ.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Τελείωσα το βιβλίο που διάβαζα.
    • Η συνάντηση τελείωσε πριν από μία ώρα.
    • Οι μπαταρίες τελείωσαν και πρέπει να τις αλλάξουμε.
    3