1. Λέξη
    τελειώσω (ρήμα) - (παρόμοια: αποτελειώσω - τελειώνω)
  2. Συνώνυμα
    • ολοκληρώνω
    • καταλήγω
    • τερματίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεκινώ
    • αρχίζω
    • προχωρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να φτάσω στο τέλος μιας διαδικασίας ή ενός γεγονότος.
    • Να ολοκληρώσω μια ενέργεια ή μια εργασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να τελειώσω αυτή την εργασία πριν το απόγευμα.
    • Τελείωσα το βιβλίο σε μια νύχτα.
    2