1. Λέξη
    τζούνιορ (επίθετο) - (παρόμοια: τζούν - τζούνα - τζούντο - τζούντυ - τζούντιθ)
  2. Συνώνυμα
    • νεότερος
    • μικρότερος
    2
  3. Αντώνυμα
    • σίνιορ
    • μεγαλύτερος
    2
  4. Ορισμός
    • Αναφέρεται σε κάποιον που είναι νεότερος σε ηλικία ή έχει λιγότερη εμπειρία σε μια συγκεκριμένη θέση ή δραστηριότητα.
    • Χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει μια χαμηλότερη βαθμίδα ή θέση σε μια ιεραρχία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης είναι τζούνιορ προγραμματιστής στην εταιρεία.
    • Στο σχολείο, οι τζούνιορ μαθητές έχουν διαφορετικό ωράριο από τους σίνιορ.
    2