Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τζούνιορ (επίθετο) - (παρόμοια:
τζούν
-
τζούνα
-
τζούντο
-
τζούντυ
-
τζούντιθ
)
Συνώνυμα
νεότερος
μικρότερος
2
Αντώνυμα
σίνιορ
μεγαλύτερος
2
Ορισμός
Αναφέρεται σε κάποιον που είναι νεότερος σε ηλικία ή έχει λιγότερη εμπειρία σε μια συγκεκριμένη θέση ή δραστηριότητα.
Χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει μια χαμηλότερη βαθμίδα ή θέση σε μια ιεραρχία.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης είναι τζούνιορ προγραμματιστής στην εταιρεία.
Στο σχολείο, οι τζούνιορ μαθητές έχουν διαφορετικό ωράριο από τους σίνιορ.
2