Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τζούρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τζούν
-
μουτζούρα
-
τζούνα
-
τζούλι
-
τζούντο
-
τζούντυ
)
Συνώνυμα
αποθήκη
σαράι
αχούρι
3
Αντώνυμα
κατοικία
σπίτι
διαμέρισμα
3
Ορισμός
Μικρή αποθήκη ή υπόστεγο για αποθήκευση αντικειμένων.
Παλιό κτίριο ή κατασκευή που χρησιμοποιείται για αποθήκευση ή ως καταφύγιο.
2
Παραδείγματα
Η τζούρα στο κήπο είναι γεμάτη παλιά έπιπλα.
Ο παππούς φύλαγε τα εργαλεία του σε μια μικρή τζούρα.
2