Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τζούντο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τζούντυ
-
τζούν
-
τζούντιθ
-
τζούνα
-
τζούνιορ
-
τζούλι
-
τζούρα
)
Συνώνυμα
πολεμική τέχνη
άθλημα αυτοάμυνας
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ιαπωνική πολεμική τέχνη που εστιάζει στις ρίψεις, τις κλειδαριές και τις πιέσεις στις αρθρώσεις.
Άθλημα που προέρχεται από τις πολεμικές τέχνες και ασκείται σε επίπεδο αγώνων.
2
Παραδείγματα
Το τζούντο είναι δημοφιλές άθλημα σε πολλές χώρες.
Ο δάσκαλος του τζούντο δίδαξε στους μαθητές του πώς να εκτελούν σωστά τις ρίψεις.
2