1. Λέξη
    τζούντο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τζούντυ - τζούν - τζούντιθ - τζούνα - τζούνιορ - τζούλι - τζούρα)
  2. Συνώνυμα
    • πολεμική τέχνη
    • άθλημα αυτοάμυνας
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ιαπωνική πολεμική τέχνη που εστιάζει στις ρίψεις, τις κλειδαριές και τις πιέσεις στις αρθρώσεις.
    • Άθλημα που προέρχεται από τις πολεμικές τέχνες και ασκείται σε επίπεδο αγώνων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το τζούντο είναι δημοφιλές άθλημα σε πολλές χώρες.
    • Ο δάσκαλος του τζούντο δίδαξε στους μαθητές του πώς να εκτελούν σωστά τις ρίψεις.
    2