1. Λέξη
    τινάζω (ρήμα) - (παρόμοια: ανατινάζω - τινάξω)
  2. Συνώνυμα
    • κουνάω
    • ταρακουνάω
    • σακουνάω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταθεροποιώ
    • ηρεμώ
    2
  4. Ορισμός
    • Κινώ κάτι γρήγορα και με δύναμη πάνω-κάτω ή από τη μια πλευρά στην άλλη.
    • Προκαλώ αναστάτωση ή ταραχή σε κάποιον ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δυνατός άνεμος τινάζει τα κλαδιά των δέντρων.
    • Οι άσχημες ειδήσεις τον τίναξαν ψυχολογικά.
    2