Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τινάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανατινάζω
-
τινάξω
)
Συνώνυμα
κουνάω
ταρακουνάω
σακουνάω
3
Αντώνυμα
σταθεροποιώ
ηρεμώ
2
Ορισμός
Κινώ κάτι γρήγορα και με δύναμη πάνω-κάτω ή από τη μια πλευρά στην άλλη.
Προκαλώ αναστάτωση ή ταραχή σε κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο δυνατός άνεμος τινάζει τα κλαδιά των δέντρων.
Οι άσχημες ειδήσεις τον τίναξαν ψυχολογικά.
2