Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανατινάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανατινάξω
-
ανατινάζομαι
-
τινάζω
-
αναστενάζω
-
ανατριχιάζω
-
αναγκάζω
)
Συνώνυμα
εκρήγνυμαι
σκάω
ξεσπώ
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
καθησυχάζω
σταθεροποιώ
3
Ορισμός
Να προκαλώ έκρηξη ή να εκρήγνυμαι με βία.
Να προκαλώ ξαφνική και έντονη αντίδραση ή συναισθηματική έκρηξη.
2
Παραδείγματα
Ο βόμβας ανατινάχτηκε στο κέντρο της πόλης.
Ο θυμός του ανατινάχτηκε όταν άκουσε τα νέα.
2