1. Λέξη
    ανατινάζω (ρήμα) - (παρόμοια: ανατινάξω - ανατινάζομαι - τινάζω - αναστενάζω - ανατριχιάζω - αναγκάζω)
  2. Συνώνυμα
    • εκρήγνυμαι
    • σκάω
    • ξεσπώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • καθησυχάζω
    • σταθεροποιώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να προκαλώ έκρηξη ή να εκρήγνυμαι με βία.
    • Να προκαλώ ξαφνική και έντονη αντίδραση ή συναισθηματική έκρηξη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο βόμβας ανατινάχτηκε στο κέντρο της πόλης.
    • Ο θυμός του ανατινάχτηκε όταν άκουσε τα νέα.
    2