1. Λέξη
    τινάξω (ρήμα) - (παρόμοια: ανατινάξω - τινάζω)
  2. Συνώνυμα
    • ρίχνω
    • πετώ
    • αποτινάσσω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρατάω
    • συγκρατώ
    • κρατώ
    3
  4. Ορισμός
    • να απομακρύνω κάτι με απότομη κίνηση
    • να πετάξω κάτι με δύναμη
    • να απαλλαγώ από κάτι ανεπιθύμητο
    3
  5. Παραδείγματα
    • Τινάζω τα ρούχα πριν τα βάλω στο πλυντήριο.
    • Ο άνεμος τινάζει τα φύλλα των δέντρων.
    • Πρέπει να τινάξω αυτή τη συνήθεια από τη ζωή μου.
    3