Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανατινάξω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανατινάζω
-
ανατινάζομαι
-
τινάξω
)
Συνώνυμα
εκρήγνυμι
καταστρέφω
διαλύω
3
Αντώνυμα
οικοδομώ
συντηρώ
διατηρώ
3
Ορισμός
Προκαλώ έκρηξη σε κάτι, με αποτέλεσμα να καταστραφεί ή να διαλυθεί.
Κάνω κάτι να διαλυθεί ή να καταστραφεί απότομα και βίαια.
Μεταφόρα: Προκαλώ μεγάλη αναστάτωση ή αλλαγή σε μια κατάσταση ή συνθήκη.
3
Παραδείγματα
Οι τρομοκράτες προσπάθησαν να ανατινάξουν το κτίριο.
Η απροσδόκητη είδηση ανατίναξε τις ελπίδες τους.
Η νέα τεχνολογία ανατίναξε τις παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής.
3