1. Λέξη
    ανατινάξω (ρήμα) - (παρόμοια: ανατινάζω - ανατινάζομαι - τινάξω)
  2. Συνώνυμα
    • εκρήγνυμι
    • καταστρέφω
    • διαλύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • οικοδομώ
    • συντηρώ
    • διατηρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Προκαλώ έκρηξη σε κάτι, με αποτέλεσμα να καταστραφεί ή να διαλυθεί.
    • Κάνω κάτι να διαλυθεί ή να καταστραφεί απότομα και βίαια.
    • Μεταφόρα: Προκαλώ μεγάλη αναστάτωση ή αλλαγή σε μια κατάσταση ή συνθήκη.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι τρομοκράτες προσπάθησαν να ανατινάξουν το κτίριο.
    • Η απροσδόκητη είδηση ανατίναξε τις ελπίδες τους.
    • Η νέα τεχνολογία ανατίναξε τις παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής.
    3