1. Συνώνυμα
    • απομονωτικός
    • αποκλειστικός
    • μεμονωμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • κοινωνικός
    • εξωστρεφής
    • κοινόχρηστος
    3
  3. Ορισμός
    • που προκαλεί ή συνεπάγεται απομόνωση
    • που τείνει να απομονώνει ή να διαχωρίζει
    • που χαρακτηρίζεται από μοναξιά ή έλλειψη επικοινωνίας
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η μοναχική ζωή μπορεί να είναι μερικές φορές μονωτική.
    • Το κελί του ήταν μονωτικό, χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο.
    • Η χρήση των κοινωνικών δικτύων μπορεί να είναι μονωτική, παρόλο που δίνει την ψευδαίσθηση της επικοινωνίας.
    3