Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μονωτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
μοναδικός
-
μοναχικός
-
ζωτικός
-
τονωτικό
-
μερτικός
-
ερωτικός
-
μουσικός
-
εξωτικός
-
μυστικός
-
ταπεινωτικός
)
Συνώνυμα
απομονωτικός
αποκλειστικός
μεμονωμένος
3
Αντώνυμα
κοινωνικός
εξωστρεφής
κοινόχρηστος
3
Ορισμός
που προκαλεί ή συνεπάγεται απομόνωση
που τείνει να απομονώνει ή να διαχωρίζει
που χαρακτηρίζεται από μοναξιά ή έλλειψη επικοινωνίας
3
Παραδείγματα
Η μοναχική ζωή μπορεί να είναι μερικές φορές μονωτική.
Το κελί του ήταν μονωτικό, χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο.
Η χρήση των κοινωνικών δικτύων μπορεί να είναι μονωτική, παρόλο που δίνει την ψευδαίσθηση της επικοινωνίας.
3