Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρομοκρατία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τρομοκρατώ
-
τρομοκρατηθώ
-
τρομοκρατικός
-
τρομοκρατημένος
-
δημοκρατία
-
τρομοκράτης
)
Συνώνυμα
φόβος
εκφοβισμός
τρόμος
3
Αντώνυμα
ειρήνη
ηρεμία
ασφάλεια
3
Ορισμός
Η χρήση βίας ή απειλής βίας για να προκαλέσει φόβο, με σκοπό την επίτευξη πολιτικών, θρησκευτικών ή ιδεολογικών στόχων.
Η κατάσταση του φόβου και της ανησυχίας που προκαλείται από βίαιες ενέργειες.
2
Παραδείγματα
Η τρομοκρατία είναι ένα σοβαρό παγκόσμιο πρόβλημα που επηρεάζει πολλές χώρες.
Οι τρομοκρατικές ενέργειες στο κέντρο της πόλης προκάλεσαν πανικό μεταξύ των κατοίκων.
2