1. Συνώνυμα
    • εκφοβίζω
    • φρικάρω
    • τρομάζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • καθησυχάζω
    • ενθαρρύνω
    3
  3. Ορισμός
    • Να προκαλώ φόβο ή τρόμο σε κάποιον με σκοπό να τον υποτάξω ή να τον ελέγξω.
    • Να χρησιμοποιώ βία ή απειλές για να διαδώσω φόβο σε μια ομάδα ανθρώπων ή σε έναν πληθυσμό.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Οι τρομοκράτες προσπάθησαν να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό με τις βομβιστικές επιθέσεις.
    • Μην αφήνεις κάποιον να σε τρομοκρατεί ψυχολογικά.
    2