1. Συνώνυμα
    • φοβισμένος
    • τρομαγμένος
    • εκφοβισμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ατρόμητος
    • θαρραλέος
    • γενναίος
    3
  3. Ορισμός
    • που έχει υποστεί τρομοκρατία ή έχει γεμίσει με φόβο
    • που χαρακτηρίζεται από έντονο φόβο ή άγχος
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο τρομοκρατημένος πληθυσμός ζητούσε βοήθεια από τις αρχές.
    • Με τρομοκρατημένο βλέμμα παρακολουθούσε τη σκηνή.
    2