Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρυπάνι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τρυπάω
-
τρυπώ
)
Συνώνυμα
δράπανο
τρυπητήρι
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Εργαλείο που χρησιμοποιείται για την τρύπηση σκληρών υλικών, όπως ξύλο ή μέταλλο.
Ιατρικό εργαλείο που χρησιμοποιείται σε χειρουργικές επεμβάσεις για την αφαίρεση τμημάτων οστών ή άλλων ιστών.
2
Παραδείγματα
Ο ξυλουργός χρησιμοποίησε τρυπάνι για να ανοίξει τρύπες στο ξύλο.
Ο χειρουργός χρησιμοποίησε ένα ειδικό τρυπάνι για την επέμβαση.
2