1. Λέξη
    τρυπάνι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τρυπάω - τρυπώ)
  2. Συνώνυμα
    • δράπανο
    • τρυπητήρι
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Εργαλείο που χρησιμοποιείται για την τρύπηση σκληρών υλικών, όπως ξύλο ή μέταλλο.
    • Ιατρικό εργαλείο που χρησιμοποιείται σε χειρουργικές επεμβάσεις για την αφαίρεση τμημάτων οστών ή άλλων ιστών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ξυλουργός χρησιμοποίησε τρυπάνι για να ανοίξει τρύπες στο ξύλο.
    • Ο χειρουργός χρησιμοποίησε ένα ειδικό τρυπάνι για την επέμβαση.
    2