Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρυπώ (ρήμα) - (παρόμοια:
τρυπώνω
-
τρυπάω
-
τρυπάνι
)
Συνώνυμα
διαπερνώ
διατρυπώ
τρυπάω
3
Αντώνυμα
κλείνω
σφραγίζω
επισφραγίζω
3
Ορισμός
Δημιουργώ τρύπα σε κάτι.
Εισέρχομαι ή διέρχομαι μέσα από μια τρύπα.
Επηρεάζω βαθιά συναισθηματικά.
3
Παραδείγματα
Ο ξυλουργός τρυπάει το ξύλο για να τοποθετήσει τις βίδες.
Η φωνή του τρύπησε τη σιωπή του δωματίου.
Τα λόγια του με τρύπησαν και ένιωσα πολύ άσχημα.
3