1. Λέξη
    τρυπώ (ρήμα) - (παρόμοια: τρυπώνω - τρυπάω - τρυπάνι)
  2. Συνώνυμα
    • διαπερνώ
    • διατρυπώ
    • τρυπάω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κλείνω
    • σφραγίζω
    • επισφραγίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Δημιουργώ τρύπα σε κάτι.
    • Εισέρχομαι ή διέρχομαι μέσα από μια τρύπα.
    • Επηρεάζω βαθιά συναισθηματικά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ξυλουργός τρυπάει το ξύλο για να τοποθετήσει τις βίδες.
    • Η φωνή του τρύπησε τη σιωπή του δωματίου.
    • Τα λόγια του με τρύπησαν και ένιωσα πολύ άσχημα.
    3