Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρυπάω (ρήμα) - (παρόμοια:
τρυπάνι
-
τρυπώ
-
τρυπώνω
)
Συνώνυμα
διαπερνώ
τρυπώ
διανοίγω
3
Αντώνυμα
κλείνω
σφραγίζω
επισφραγίζω
3
Ορισμός
Δημιουργώ μια οπή ή άνοιγμα σε κάτι.
Εισέρχομαι ή διέρχομαι μέσα από μια οπή.
Κάνω κάτι να έχει πολλές οπές.
3
Παραδείγματα
Τρύπησε το χαρτί με ένα μολύβι.
Ο βρόχος τρύπησε την ομπρέλα.
Οι σκώροι τρύπησαν το τοίχωμα του σπιτιού.
3