Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τσακιστή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τσακιστώ
-
τσακ
)
Συνώνυμα
σπαθί
ξίφος
μάχαιρο
3
Αντώνυμα
ασπίδα
προστασία
άμυνα
3
Ορισμός
Ένα όπλο με μακρύ, κοφτερό λεπίδα, που χρησιμοποιείται για κοπή ή μαχητικούς σκοπούς.
Μια μακριά, κοφτερή λεπίδα που χρησιμοποιείται ως όπλο ή εργαλείο.
2
Παραδείγματα
Ο πολεμιστής έσυρε το τσακιστή του για να αντιμετωπίσει τον εχθρό.
Το τσακιστή ήταν βασικό εργαλείο για τους αρχαίους πολεμιστές.
2