1. Λέξη
    τσακιστώ (ρήμα) - (παρόμοια: τσακιστή - τσακ)
  2. Συνώνυμα
    • σπάζω
    • θρυμματίζω
    • συντρίβω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επισκευάζω
    • συγκολλώ
    • ενώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να καταστρέφω κάτι σε κομμάτια, να το σπάζω με βία.
    • Να διαλύω κάτι σε μικρά κομμάτια, να το θρυμματίζω.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Όταν θύμωσε, τσάκισε το ποτήρι στο πάτωμα.
    • Οι παιδιά τσάκισαν τα παιχνίδια τους κατά λάθος.
    2