Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τσαντάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χαντάκι
-
τσαν
-
τσαντίζω
-
τσάκι
)
Συνώνυμα
τσάντα
σακίδιο
βαλίτσα
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρή τσάντα, συνήθως μεταφερόμενη στο χέρι ή στον ώμο.
Είδος μικρής σακούλας για τη μεταφορά προσωπικών αντικειμένων.
2
Παραδείγματα
Το τσαντάκι της ήταν γεμάτο βιβλία.
Έχασε το τσαντάκι του στο λεωφορείο.
2