1. Λέξη
    τσαντάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χαντάκι - τσαν - τσαντίζω - τσάκι)
  2. Συνώνυμα
    • τσάντα
    • σακίδιο
    • βαλίτσα
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρή τσάντα, συνήθως μεταφερόμενη στο χέρι ή στον ώμο.
    • Είδος μικρής σακούλας για τη μεταφορά προσωπικών αντικειμένων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το τσαντάκι της ήταν γεμάτο βιβλία.
    • Έχασε το τσαντάκι του στο λεωφορείο.
    2