1. Λέξη
    τσαντίζω (ρήμα) - (παρόμοια: τσαντίζομαι - τσακίζω - τσαν - τσαντάκι)
  2. Συνώνυμα
    • εκβιάζω
    • πιέζω
    • απειλώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • προστατεύω
    • υποστηρίζω
    • βοηθώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι με απειλές ή εκφοβισμό.
    • Να εκμεταλλεύομαι την αδυναμία κάποιου για να τον αναγκάσω να δώσει χρήματα ή άλλα οφέλη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γείτονάς μου προσπάθησε να με τσαντίσει για να του δώσω τα χρήματα που του χρωστούσα.
    • Μερικοί μαφιόζοι τσαντίζουν τους επιχειρηματίες για να πάρουν προστατευτικά.
    2