Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τσαντίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
τσαντίζομαι
-
τσακίζω
-
τσαν
-
τσαντάκι
)
Συνώνυμα
εκβιάζω
πιέζω
απειλώ
3
Αντώνυμα
προστατεύω
υποστηρίζω
βοηθώ
3
Ορισμός
Να αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι με απειλές ή εκφοβισμό.
Να εκμεταλλεύομαι την αδυναμία κάποιου για να τον αναγκάσω να δώσει χρήματα ή άλλα οφέλη.
2
Παραδείγματα
Ο γείτονάς μου προσπάθησε να με τσαντίσει για να του δώσω τα χρήματα που του χρωστούσα.
Μερικοί μαφιόζοι τσαντίζουν τους επιχειρηματίες για να πάρουν προστατευτικά.
2