Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαντάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χαρτάκι
-
τσαντάκι
-
χαράκι
-
χαλάκι
)
Συνώνυμα
αυλάκι
τράγος
ρεματιά
3
Αντώνυμα
ύψωμα
λόφος
ανάχωμα
3
Ορισμός
Μικρή εσοχή ή εγκοπή στο έδαφος που δημιουργείται συνήθως από τη ροή του νερού.
Στενό και ρηχό κανάλι που χρησιμοποιείται για άρδευση ή αποχέτευση νερού.
2
Παραδείγματα
Το χαντάκι στο χωράφι βοηθάει στην αποφυγή των πλημμυρών.
Οι αγρότες χρησιμοποιούν χαντάκια για να αρδεύουν τις καλλιέργειές τους.
2