Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τσιτωμένη (επίθετο) - (παρόμοια:
τσιτωμένος
-
κεχαριτωμένη
)
Συνώνυμα
κατεστραμμένη
χαλασμένη
φθαρμένη
3
Αντώνυμα
άθικτη
καλή
σωστή
3
Ορισμός
Σε κακή κατάσταση, συνήθως λόγω χρήσης ή ηλικίας.
Που έχει υποστεί ζημιά ή φθορά.
2
Παραδείγματα
Η τσιτωμένη μπλούζα δεν μπορεί να φορεθεί πια.
Ο τσιτωμένος καναπές χρειάζεται αντικατάσταση.
2