1. Λέξη
    τσιτωμένη (επίθετο) - (παρόμοια: τσιτωμένος - κεχαριτωμένη)
  2. Συνώνυμα
    • κατεστραμμένη
    • χαλασμένη
    • φθαρμένη
    3
  3. Αντώνυμα
    • άθικτη
    • καλή
    • σωστή
    3
  4. Ορισμός
    • Σε κακή κατάσταση, συνήθως λόγω χρήσης ή ηλικίας.
    • Που έχει υποστεί ζημιά ή φθορά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η τσιτωμένη μπλούζα δεν μπορεί να φορεθεί πια.
    • Ο τσιτωμένος καναπές χρειάζεται αντικατάσταση.
    2