Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τσιτωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
τσιτωμένη
-
τεντωμένος
-
χαριτωμένος
-
τσιμπημένος
-
ματωμένος
-
φορτωμένος
-
χωμένος
-
τελειωμένος
-
τσατισμένος
)
Συνώνυμα
μεθυσμένος
μπουρδοκλότσος
μπουκωμένος
3
Αντώνυμα
νήφων
ξέφρενος
συνειδητοποιημένος
3
Ορισμός
Που βρίσκεται σε κατάσταση μέθης ή έχει καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ.
Που δείχνει σημεία έντονης επίδρασης από το αλκοόλ.
2
Παραδείγματα
Ο φίλος μου ήταν τσιτωμένος μετά το πάρτι και δεν μπορούσε να περπατήσει καλά.
Τον είδα τσιτωμένο στο μπαρ και αποφάσισα να τον πάω σπίτι.
2