1. Συνώνυμα
    • μεθυσμένος
    • μπουρδοκλότσος
    • μπουκωμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • νήφων
    • ξέφρενος
    • συνειδητοποιημένος
    3
  3. Ορισμός
    • Που βρίσκεται σε κατάσταση μέθης ή έχει καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ.
    • Που δείχνει σημεία έντονης επίδρασης από το αλκοόλ.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο φίλος μου ήταν τσιτωμένος μετά το πάρτι και δεν μπορούσε να περπατήσει καλά.
    • Τον είδα τσιτωμένο στο μπαρ και αποφάσισα να τον πάω σπίτι.
    2