Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υιοθετώ (ρήμα) - (παρόμοια:
υιοθετήσω
-
υιοθεσία
-
υιοθετημένος
)
Συνώνυμα
υιοποιώ
αναγνωρίζω νόμιμα
υιοθετώ νομικά
3
Αντώνυμα
αποποιούμαι
αποκηρύσσω
2
Ορισμός
Να αναγνωρίζω νόμιμα ένα παιδί ως δικό μου, χωρίς να είναι βιολογικά.
Να αποδέχομαι ή να υιοθετώ μια ιδέα, μια πρακτική ή ένα έθιμο.
2
Παραδείγματα
Ο ζευγάρος υιοθέτησε ένα παιδί από το ορφανοτροφείο.
Η εταιρεία υιοθέτησε νέες τεχνολογίες για να αυξήσει την παραγωγικότητα.
2