Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υιοθετήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
υιοθετώ
-
τοποθετήσω
-
υιοθεσία
-
υιοθετημένος
)
Συνώνυμα
αναγνωρίσω
υιοθετώ
υιοθετεί
υιοθετήσει
4
Αντώνυμα
αποκηρύσσω
απαρνιέμαι
αποποιούμαι
3
Ορισμός
Να αναγνωρίσει κάποιος νόμιμα ως δικό του παιδί κάποιον που δεν είναι βιολογικός του απόγονος.
Να αποδεχτεί κάποιος μια ιδέα, μια πρακτική ή ένα έθιμο ως δικό του.
2
Παραδείγματα
Σκοπεύω να υιοθετήσω ένα παιδί από το ορφανοτροφείο.
Η εταιρεία αποφάσισε να υιοθετήσει νέες τεχνολογίες για να αυξήσει την παραγωγικότητα.
2