1. Λέξη
    υιοθετημένος (επίθετο) - (παρόμοια: υιοθετώ - στημένος - τοποθετημένο - ηττημένος - υιοθετήσω)
  2. Συνώνυμα
    • υιοθετημένος
    • θετός
    • υιοθετηθείς
    3
  3. Αντώνυμα
    • βιολογικός
    • φυσικός
    2
  4. Ορισμός
    • που έχει υιοθετηθεί νομικά ή συμβολικά
    • που έχει αποδεχτεί ως δικό του κάποιον ή κάτι
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο υιοθετημένος γιος τους μεγάλωσε σε ένα πολύ αγαπητικό περιβάλλον.
    • Η υιοθετημένη γλώσσα του προγράμματος είναι η Python.
    2