Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υιοθετημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
υιοθετώ
-
στημένος
-
τοποθετημένο
-
ηττημένος
-
υιοθετήσω
)
Συνώνυμα
υιοθετημένος
θετός
υιοθετηθείς
3
Αντώνυμα
βιολογικός
φυσικός
2
Ορισμός
που έχει υιοθετηθεί νομικά ή συμβολικά
που έχει αποδεχτεί ως δικό του κάποιον ή κάτι
2
Παραδείγματα
Ο υιοθετημένος γιος τους μεγάλωσε σε ένα πολύ αγαπητικό περιβάλλον.
Η υιοθετημένη γλώσσα του προγράμματος είναι η Python.
2