Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπακοή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υπακούω
-
υπακούσω
-
ανυπακοή
)
Συνώνυμα
υποταγή
πειθαρχία
συμμόρφωση
3
Αντώνυμα
ανυπακοή
ανταρσία
ανυποταξία
3
Ορισμός
Η πράξη του να ακολουθείς εντολές ή να συμμορφώνεσαι με κανόνες και κατευθύνσεις.
Η ιδιότητα του να είσαι πρόθυμος να υπακούς σε άλλους.
2
Παραδείγματα
Η υπακοή στους γονείς είναι σημαντική για την ομαλή λειτουργία της οικογένειας.
Ο στρατιώτης έδειξε μεγάλη υπακοή στις διαταγές του ανωτέρου του.
2