Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπακούω (ρήμα) - (παρόμοια:
υπακούσω
-
υπακοή
-
ακούω
)
Συνώνυμα
πείθομαι
υποτάσσομαι
παραδέχομαι
3
Αντώνυμα
αντιστέκομαι
αρνούμαι
επαναστατώ
3
Ορισμός
Να ακολουθώ τις εντολές ή τις οδηγίες κάποιου.
Να συμμορφώνομαι με τους κανόνες ή τους νόμους.
Να δείχνω σεβασμό και να ακολουθώ τις επιθυμίες κάποιου.
3
Παραδείγματα
Οι μαθητές πρέπει να υπακούουν στους δασκάλους τους.
Όλοι οι πολίτες οφείλουν να υπακούουν στους νόμους της χώρας.
Το παιδί υπάκουσε αμέσως όταν το φώναξε η μητέρα του.
3