Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπεξαίρεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εξαίρεση
-
αίρεση
)
Συνώνυμα
κλοπή
κατάχρηση
υποχείωση
3
Αντώνυμα
εντιμότητα
τιμιότητα
ενσωμάτωση
3
Ορισμός
Η πράξη κατά την οποία κάποιος αποσπά ή κλέβει χρήματα ή αγαθά που του έχουν εμπιστευθεί.
Η παράνομη χρήση δημόσιων ή ιδιωτικών κεφαλαίων για προσωπικό όφελος.
2
Παραδείγματα
Ο υπάλληλος κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση χρημάτων από την εταιρεία.
Η υπεξαίρεση δημόσιων χρημάτων θεωρείται σοβαρό αδίκημα.
2