1. Λέξη
    υπεξαίρεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εξαίρεση - αίρεση)
  2. Συνώνυμα
    • κλοπή
    • κατάχρηση
    • υποχείωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • εντιμότητα
    • τιμιότητα
    • ενσωμάτωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η πράξη κατά την οποία κάποιος αποσπά ή κλέβει χρήματα ή αγαθά που του έχουν εμπιστευθεί.
    • Η παράνομη χρήση δημόσιων ή ιδιωτικών κεφαλαίων για προσωπικό όφελος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο υπάλληλος κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση χρημάτων από την εταιρεία.
    • Η υπεξαίρεση δημόσιων χρημάτων θεωρείται σοβαρό αδίκημα.
    2