Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αίρεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αφαίρεση
-
διαίρεση
-
εξαίρεση
-
υπεξαίρεση
)
Συνώνυμα
δόγμα
σχίσμα
θρησκευτική ομάδα
3
Αντώνυμα
ορθοδοξία
ενότητα
2
Ορισμός
Μια θρησκευτική ή φιλοσοφική πεποίθηση ή δόγμα που αποκλίνει από τις καθιερωμένες αρχές.
Μια ομάδα που ακολουθεί μια συγκεκριμένη θρησκευτική ή φιλοσοφική πεποίθηση.
2
Παραδείγματα
Η αίρεση αυτή απέρριπτε τις βασικές αρχές της εκκλησίας.
Πολλοί ιστορικοί μελετούν τις διάφορες αιρέσεις της μεσαιωνικής εποχής.
2