1. Λέξη
    αίρεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αφαίρεση - διαίρεση - εξαίρεση - υπεξαίρεση)
  2. Συνώνυμα
    • δόγμα
    • σχίσμα
    • θρησκευτική ομάδα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ορθοδοξία
    • ενότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Μια θρησκευτική ή φιλοσοφική πεποίθηση ή δόγμα που αποκλίνει από τις καθιερωμένες αρχές.
    • Μια ομάδα που ακολουθεί μια συγκεκριμένη θρησκευτική ή φιλοσοφική πεποίθηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αίρεση αυτή απέρριπτε τις βασικές αρχές της εκκλησίας.
    • Πολλοί ιστορικοί μελετούν τις διάφορες αιρέσεις της μεσαιωνικής εποχής.
    2