Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπερασπίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
υπερασπίζω
-
υπερασπιστώ
)
Συνώνυμα
προστατεύω
υποστηρίζω
αμύνομαι
3
Αντώνυμα
εγκαταλείπω
παρατάω
προδίδω
3
Ορισμός
προστατεύω κάποιον ή κάτι από επίθεση ή κίνδυνο
υποστηρίζω με πάθος μια άποψη ή μια ιδέα
αντιστέκομαι σε μια επίθεση ή μια απειλή
3
Παραδείγματα
Ο στρατιώτης υπερασπίστηκε την πατρίδα του με θυσία.
Ο δικηγόρος υπερασπίστηκε τον πελάτη του στο δικαστήριο.
Πρέπει να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά μας.
3