1. Λέξη
    υπερασπίζω (ρήμα) - (παρόμοια: υπερασπίζομαι - υπερασπιστώ - υπερασπιστής - υπεραστικός)
  2. Συνώνυμα
    • προστατεύω
    • υποστηρίζω
    • αμύνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • εγκαταλείπω
    • παρατάω
    • αφήνω απροστάτευτο
    3
  4. Ορισμός
    • Προστατεύω κάποιον ή κάτι από κίνδυνο ή επίθεση.
    • Υποστηρίζω μια άποψη ή θέση με πείσμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο στρατιώτης υπερασπίζεται τη χώρα του.
    • Ο δικηγόρος υπερασπίζεται τον πελάτη του στο δικαστήριο.
    2