Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπερασπιστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
υπερασπιστής
-
υπερασπίζω
-
υπερασπίζομαι
-
υπασπιστής
-
υπεράσπιση
)
Συνώνυμα
προστατεύω
υποστηρίζω
υπεραμύνομαι
3
Αντώνυμα
κατηγορώ
καταδικάζω
εγκαταλείπω
3
Ορισμός
Να υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, να τον/την προστατεύω από επιθέσεις ή κριτική.
Να υποστηρίζω μια άποψη ή θέση με επιχειρήματα.
2
Παραδείγματα
Ο δικηγόρος υπερασπίστηκε τον πελάτη του στο δικαστήριο.
Πρέπει να υπερασπιστούμε τα δικαιώματα των ζώων.
2