1. Λέξη
    υπερασπιστώ (ρήμα) - (παρόμοια: υπερασπιστής - υπερασπίζω - υπερασπίζομαι - υπασπιστής - υπεράσπιση)
  2. Συνώνυμα
    • προστατεύω
    • υποστηρίζω
    • υπεραμύνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατηγορώ
    • καταδικάζω
    • εγκαταλείπω
    3
  4. Ορισμός
    • Να υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, να τον/την προστατεύω από επιθέσεις ή κριτική.
    • Να υποστηρίζω μια άποψη ή θέση με επιχειρήματα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δικηγόρος υπερασπίστηκε τον πελάτη του στο δικαστήριο.
    • Πρέπει να υπερασπιστούμε τα δικαιώματα των ζώων.
    2