Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποκατάστατο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υποκατάστημα
-
ακατάστατος
-
αποκατάσταση
)
Συνώνυμα
αντικατάστατο
εναλλακτική
υποκατάστατο προϊόν
3
Αντώνυμα
πρωτότυπο
αυθεντικό
2
Ορισμός
Ένα προϊόν ή υλικό που χρησιμοποιείται στη θέση ενός άλλου, συνήθως λόγω μικρότερης τιμής ή ευκολίας.
Ένα αντικείμενο ή πρόσωπο που χρησιμοποιείται ως αντικατάστατο ενός άλλου όταν το αρχικό δεν είναι διαθέσιμο.
2
Παραδείγματα
Η σόγια χρησιμοποιείται συχνά ως υποκατάστατο του κρέατος σε χορτοφαγικές διατροφές.
Ο δάσκαλος χρησιμοποίησε έναν υποκατάστατο όταν ο κύριος καθηγητής ήταν άρρωστος.
2