1. Συνώνυμα
    • αποκατάσταση
    • επανόρθωση
    • ανακαίνιση
    • αποκατάσταση
    • αποκατάσταση
    5
  2. Αντώνυμα
    • καταστροφή
    • φθορά
    • βλάβη
    • ζημιά
    • απώλεια
    5
  3. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της επαναφοράς κάτι στην αρχική του κατάσταση ή σε μια καλύτερη κατάσταση.
    • Η διαδικασία επισκευής ή ανακατασκευής κάτι που έχει υποστεί ζημιά ή φθορά.
    • Η επιστροφή σε μια προηγούμενη, πιο επιθυμητή κατάσταση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η αποκατάσταση του παλιού κτιρίου πήρε αρκετούς μήνες.
    • Μετά την πλημμύρα, η αποκατάσταση των κατεστραμμένων σπιτιών ήταν προτεραιότητα.
    • Η αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή ήταν απαραίτητη μετά τον πόλεμο.
    3