Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκατάσταση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατάσταση
-
αντικατάσταση
-
εγκατάσταση
-
αποκατασταθώ
-
απόσταση
-
ανάσταση
-
υποκατάστατο
-
αποκαταστήσω
-
μετάσταση
)
Συνώνυμα
αποκατάσταση
επανόρθωση
ανακαίνιση
αποκατάσταση
αποκατάσταση
5
Αντώνυμα
καταστροφή
φθορά
βλάβη
ζημιά
απώλεια
5
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της επαναφοράς κάτι στην αρχική του κατάσταση ή σε μια καλύτερη κατάσταση.
Η διαδικασία επισκευής ή ανακατασκευής κάτι που έχει υποστεί ζημιά ή φθορά.
Η επιστροφή σε μια προηγούμενη, πιο επιθυμητή κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Η αποκατάσταση του παλιού κτιρίου πήρε αρκετούς μήνες.
Μετά την πλημμύρα, η αποκατάσταση των κατεστραμμένων σπιτιών ήταν προτεραιότητα.
Η αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή ήταν απαραίτητη μετά τον πόλεμο.
3