1. Λέξη
    υπομονή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: υπομονετικά - υπομονετικός)
  2. Συνώνυμα
    • αντοχή
    • καρτερία
    • επιμονή
    3
  3. Αντώνυμα
    • αυθορμησία
    • αυθορμητισμός
    • αυθορμητικότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ικανότητα να ανέχεσαι δυσκολίες ή καθυστερήσεις χωρίς να χάνεις την ψυχραιμία σου.
    • Η ιδιότητα του να παραμένεις σταθερός και ακλόνητος απέναντι σε δυσκολίες ή αντιξοότητες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η υπομονή είναι μια αρετή που απαιτείται για να πετύχεις τους μακροπρόθεσμους στόχους σου.
    • Με υπομονή και επιμονή, κατάφερε να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια.
    2