1. Συνώνυμα
    • σταθερός
    • επίμονος
    • ανεκτικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • ανυπόμονος
    • ασταθής
    • απρόσεκτος
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει την ικανότητα να ανέχεται δυσκολίες ή καθυστερήσεις χωρίς να ενοχλείται ή να χάνει την ψυχραιμία του.
    • Που δείχνει αντοχή και επιμονή σε δύσκολες καταστάσεις.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο υπομονετικός δάσκαλος εξήγησε ξανά και ξανά την άσκηση στους μαθητές.
    • Η υπομονετική προσπάθειά του τελικά απέδωσε καρπούς.
    2