Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπομονετικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
υπομονετικός
-
υπομονή
)
Συνώνυμα
με υπομονή
σταθερά
με αντοχή
3
Αντώνυμα
αυθόρμητα
απελπισμένα
ανυπόμονα
3
Ορισμός
Με τρόπο που δείχνει υπομονή ή αντοχή.
Χωρίς να χάνει την ψυχραιμία ή την ηρεμία.
Με επιμονή και χωρίς βιασύνη.
3
Παραδείγματα
Περίμενε υπομονετικά στη σειρά για πάνω από μία ώρα.
Ο δάσκαλος εξήγησε υπομονετικά την άσκηση στους μαθητές.
Αντιμετώπισε τις δυσκολίες υπομονετικά και με ψυχραιμία.
3