1. Λέξη
    υπομονετικά (επίρρημα) - (παρόμοια: υπομονετικός - υπομονή)
  2. Συνώνυμα
    • με υπομονή
    • σταθερά
    • με αντοχή
    3
  3. Αντώνυμα
    • αυθόρμητα
    • απελπισμένα
    • ανυπόμονα
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που δείχνει υπομονή ή αντοχή.
    • Χωρίς να χάνει την ψυχραιμία ή την ηρεμία.
    • Με επιμονή και χωρίς βιασύνη.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Περίμενε υπομονετικά στη σειρά για πάνω από μία ώρα.
    • Ο δάσκαλος εξήγησε υπομονετικά την άσκηση στους μαθητές.
    • Αντιμετώπισε τις δυσκολίες υπομονετικά και με ψυχραιμία.
    3